Психічний στα ελληνικά
Μετάφραση: психічний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νοοτροπία, ψυχοσύνθεση, ψυχική, ψυχικής, διανοητική, νοητική, ψυχικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вигадувати στα ελληνικά - κατασκευάζω, επινοώ, εφευρίσκω, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν
- дієтичний στα ελληνικά - διαιτητικά, διαιτητικών, διαιτητικές, διαιτητική, τα διαιτητικά
- запрацьований στα ελληνικά - κέρδισε, κερδίσει, κερδισμένα, κέρδισαν, earned
- кидок στα ελληνικά - βολή, ντροπαλός, ρίξιμο, επιτελείο, συνεσταλμένος, δειλός, ρίξει, ...
Τυχαίες λέξεις
Психічний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νοοτροπία, ψυχοσύνθεση, ψυχική, ψυχικής, διανοητική, νοητική, ψυχικές
Μεταφράσεις: νοοτροπία, ψυχοσύνθεση, ψυχική, ψυχικής, διανοητική, νοητική, ψυχικές