Публічно στα ελληνικά
Μετάφραση: публічно, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανοιχτά, δημοσίως, κοινό, στο κοινό, δημόσια, δημόσιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- виносити στα ελληνικά - κρατώ, υποστηρίζω, ανέχομαι, υπομένω, αντέχω, συντηρώ, κάνω, ...
- дезорганізуйте στα ελληνικά - διαταράσσουν, διαταράξει, διαταράξουν, να διαταράξει, διακόψει
- затримувати στα ελληνικά - αρπάζω, πιάνω, στείρα, δένω, παρακώλυση, στέλεχος, δεσμεύω, ...
- кожній στα ελληνικά - κανείς, κάθε, καθένα, κάθε ένα, κάθε μία, καθεμία
Τυχαίες λέξεις
Публічно στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανοιχτά, δημοσίως, κοινό, στο κοινό, δημόσια, δημόσιο
Μεταφράσεις: ανοιχτά, δημοσίως, κοινό, στο κοινό, δημόσια, δημόσιο