Ανοιχτά στα ουκρανικά
Μετάφραση: ανοιχτά, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відкрито, відверто, публічно, привселюдно, відкрите, відкрита
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοιχτά
ανοιχτά μαγαζιά σήμερα, ανοιχτά φαρμακεία, ανοιχτά καταστήματα, ανοιχτά μαγαζιά κυριακή, ανοιχτά μικρόφωνα, ανοιχτά λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανοιχτά στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ανοικοδόμηση στα ουκρανικά - відновіть, реконструкція, реконструкцію
- ανοικτός στα ουκρανικά - відкривати, відкритий, відкриття, відчинити, відкритим, відкритих, відкритими, ...
- ανοιχτοχέρης στα ουκρανικά - шляхетний, великодушний, міцний, щедрий, родючий, щедрим
- ανοιχτός στα ουκρανικά - відкритий, відкривати, відчинити, відкриття, відкритим, відкритих, відкритими, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανοιχτά στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: відкрито, відверто, публічно, привселюдно, відкрите, відкрита
Μεταφράσεις: відкрито, відверто, публічно, привселюдно, відкрите, відкрита