Піддослідний στα ελληνικά

Μετάφραση: піддослідний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δοκιμαστικός, πειραματικός, πειραματική, πειραματικές, πειραματικά, πειραματικό
Піддослідний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вдосконалити στα ελληνικά - καλλιεργημένος, ραφινάτος, εκλεπτυσμένος, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, ...
  • вхід στα ελληνικά - ομολογία, είσοδος, πύλη, παραδοχή, είσοδο, εισόδου, είσοδο του, ...
  • експропріація στα ελληνικά - απαλλοτρίωση, απαλλοτρίωσης, απαλλοτριώσεων, απαλλοτριώσεις, απαλλοτριώσεως
  • землекоп στα ελληνικά - ανασκαφέας, Digger, εκσκαφέα, εκσκαφείς, εκσκαφέας
Τυχαίες λέξεις
Піддослідний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δοκιμαστικός, πειραματικός, πειραματική, πειραματικές, πειραματικά, πειραματικό