Δοκιμαστικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: δοκιμαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пробний, піддослідний, спробний, суд, суду
Δοκιμαστικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δοκιμαστικός

δοκιμαστικός σωλήνας μπομπονιέρα, δοκιμαστικός συνώνυμα, λυσίασ δοκιμαστικόσ, δοκιμαστικός σωλήνας αγορά, δοκιμαστικός σκελετός, δοκιμαστικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δοκιμαστικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • δοκιμάζω στα ουκρανικά - випробування, проба, намагатися, зразок, спроба, взірець, куштувати, ...
  • δοκιμασία στα ουκρανικά - тортури, слушно, випробний, іспит, справедливо, суд, суду
  • δοκός στα ουκρανικά - промінь, пучок, брус, сяйво, балка, Луч, проміння
  • δολάριο στα ουκρανικά - долар, багатство
Τυχαίες λέξεις
Δοκιμαστικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: пробний, піддослідний, спробний, суд, суду