Підкорюватися στα ελληνικά

Μετάφραση: підкорюватися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκαρτέρηση, παραίτηση, υπακούω, υπακούουν, υπακούσει, υπακούσουν, υπακούν
Підкорюватися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гарантування στα ελληνικά - εγγυώμαι, εγγύηση, αντίκρισμα, εχέγγυο, Εγγυήσεων, εγγύησης, Εγγυήσεις
  • закон στα ελληνικά - μόλις, δίκαιος, νόμος, δικαίου, δίκαιο, νομοθεσία, νόμου
  • залишки στα ελληνικά - απομεινάρια, λείψανα, ερείπια, υπολείμματα, παραμένει
  • лацкани στα ελληνικά - πέτα, πέτο, τα πέτα, lapels
Τυχαίες λέξεις
Підкорюватися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκαρτέρηση, παραίτηση, υπακούω, υπακούουν, υπακούσει, υπακούσουν, υπακούν