Підкреслити στα ελληνικά

Μετάφραση: підкреслити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τονίζω, τονίσει, τονίζουν, υπογραμμίζουν, τονίσω, δίνουν έμφαση
Підкреслити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • веселіть στα ελληνικά - χαρούμενος, χαρούμενα, χαρούμενο, χαρούμενη, εύθυμο
  • водоймище στα ελληνικά - συλλογίζομαι, ζυγιάζω, σταθμίζω, αναμετρώ, δεξαμενή, δεξαμενής, δοχείο, ...
  • відкинений στα ελληνικά - ροδέλα, διάψευση, ρίχνει, χυτό, ρίξει, χυτεύεται, ψήφων
  • десять στα ελληνικά - δέκα, φροντίζω, από δέκα, δεκάδα
Τυχαίες λέξεις
Підкреслити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τονίζω, τονίσει, τονίζουν, υπογραμμίζουν, τονίσω, δίνουν έμφαση