Підрядний στα ελληνικά
Μετάφραση: підрядний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμβόλαιο, συστέλλομαι, προσβάλλομαι, υποδεέστερη, δευτερεύοντα, δευτερεύουσα, υπάγεται, δευτερευόντως
Μεταφράσεις
- двоїстий στα ελληνικά - διπλός, διπλής, διπλή, διπλό, διπλού
- засіка στα ελληνικά - οδόφραγμα, οδοφράγματος, φράγμα, οδοφράγματα, barricade
- згарище στα ελληνικά - πυρκαγιά, τέφρα, στάχτες, στάχτη, τέφρας, τέφρες
- кооптувати στα ελληνικά - εισδέχομαι μέλη, προσθέτει με εκλογή μεταξύ
Τυχαίες λέξεις
Підрядний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμβόλαιο, συστέλλομαι, προσβάλλομαι, υποδεέστερη, δευτερεύοντα, δευτερεύουσα, υπάγεται, δευτερευόντως
Μεταφράσεις: συμβόλαιο, συστέλλομαι, προσβάλλομαι, υποδεέστερη, δευτερεύοντα, δευτερεύουσα, υπάγεται, δευτερευόντως