Συστέλλομαι στα ουκρανικά

Μετάφραση: συστέλλομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
угода, договір, умова, підрядний, контракт, висихати, сохнути, висихатиме, висихатимуть
Συστέλλομαι στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συστέλλομαι

συστέλλομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συστέλλομαι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • συσσωρεύω στα ουκρανικά - збиратися, складувати, накопичувати, купчити, купа, куча
  • συσσώρευση στα ουκρανικά - збір, накопичування, купа, акумуляція, груда, накопичення, нагромадження, ...
  • συστέλλω στα ουκρανικά - збочувати, скорочуватися, ухилятися, ухилятись, висихати, сохнути, висихатиме, ...
  • συστήνω στα ουκρανικά - притаманно, рекомбінації, рекомендувати, рекомендуватиме
Τυχαίες λέξεις
Συστέλλομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: угода, договір, умова, підрядний, контракт, висихати, сохнути, висихатиме, висихатимуть