Προσβάλλομαι στα ουκρανικά

Μετάφραση: προσβάλλομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підрядний, умова, угода, контракт, договір, образитися, образитись
Προσβάλλομαι στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσβάλλομαι

προσβάλλομαι κλίση, προσβάλλομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, προσβάλλομαι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • προσαρμόζω στα ουκρανικά - зачеплення, приладжувати, застосовуватися, адаптувати, прилад, встановлювати, приганяти, ...
  • προσαύξηση στα ουκρανικά - прирощення, прирощування, доплата, доплату
  • προσβάλλω στα ουκρανικά - зачіпати, образити, ізолятори, легкий, тендітний, слабкий, ображати, ...
  • προσβλητικός στα ουκρανικά - наступальний, наступ, образливий, ображений, настання
Τυχαίες λέξεις
Προσβάλλομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: підрядний, умова, угода, контракт, договір, образитися, образитись