Пінцет στα ελληνικά
Μετάφραση: пінцет, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλέβω, τσιμπώ, βουτώ, λαβίδα, τσιμπιδάκια, τσιμπιδάκι, λαβίδες, λαβίδας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- весло στα ελληνικά - κουπί, διπλοί, κουπιού, κουπιών, το κουπί
- волхв στα ελληνικά - μαγεία, μαγικός, ο μάγος, του μάγου, που ο μάγος, μάγος
- довідатися στα ελληνικά - ακούω, μαθαίνω, μάθουν, μάθετε, να μάθουν, μάθει
- евакуйований στα ελληνικά - μετακινούμενος από επικίνδυνη θέση, εκκενούμενος από επικίνδυνη θέση
Τυχαίες λέξεις
Пінцет στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλέβω, τσιμπώ, βουτώ, λαβίδα, τσιμπιδάκια, τσιμπιδάκι, λαβίδες, λαβίδας
Μεταφράσεις: κλέβω, τσιμπώ, βουτώ, λαβίδα, τσιμπιδάκια, τσιμπιδάκι, λαβίδες, λαβίδας