Пірнути στα ελληνικά
Μετάφραση: пірнути, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκύβω, καταδύομαι, καταγώγιο, πάπια, βουτώ, κατάδυση, βουτιά, δοκάρι, κατάδυσης, καταδύσεων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бруд στα ελληνικά - μουρνταριά, συγχέω, μπερδεύω, ανακατεύω, βρωμιά, ακαθαρσίες, χώμα, ...
- біфштекс στα ελληνικά - μπριζόλα, φιλέτο, μπριζόλας, μπριζόλες, steak
- виборний στα ελληνικά - ανώτερος, ανώτερη, superior, ανώτερο, ανώτερες
- гаяти στα ελληνικά - καθυστέρηση, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως
Τυχαίες λέξεις
Пірнути στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκύβω, καταδύομαι, καταγώγιο, πάπια, βουτώ, κατάδυση, βουτιά, δοκάρι, κατάδυσης, καταδύσεων
Μεταφράσεις: σκύβω, καταδύομαι, καταγώγιο, πάπια, βουτώ, κατάδυση, βουτιά, δοκάρι, κατάδυσης, καταδύσεων