Работоргівець στα ελληνικά
Μετάφραση: работоргівець, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαλιαρίζω, rabotorhivets
![Работоргівець στα ελληνικά Работоргівець στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-uk-gr-16145.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- виправляти στα ελληνικά - τιμωρώ, τροποποιώ, επιπλήττω, θυμάμαι, σωστός, ακριβής, ορθός, ...
- діалектика στα ελληνικά - διαλεκτική, διαλεκτικής, διαλεκτικό, η διαλεκτική, τη διαλεκτική
- емірат στα ελληνικά - εμιράτο, εμιράτου, εμιράτο του, το εμιράτο, εμιρατο
- магнолії στα ελληνικά - καρακάξα, μαγνολία, Magnolia, μανόλιας, μανόλια, μανόλιες
Τυχαίες λέξεις
Работоргівець στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαλιαρίζω, rabotorhivets
Μεταφράσεις: σαλιαρίζω, rabotorhivets