Работоргівець στα ελληνικά

Μετάφραση: работоргівець, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαλιαρίζω, rabotorhivets
Работоргівець στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • виправляти στα ελληνικά - τιμωρώ, τροποποιώ, επιπλήττω, θυμάμαι, σωστός, ακριβής, ορθός, ...
  • діалектика στα ελληνικά - διαλεκτική, διαλεκτικής, διαλεκτικό, η διαλεκτική, τη διαλεκτική
  • емірат στα ελληνικά - εμιράτο, εμιράτου, εμιράτο του, το εμιράτο, εμιρατο
  • магнолії στα ελληνικά - καρακάξα, μαγνολία, Magnolia, μανόλιας, μανόλια, μανόλιες
Τυχαίες λέξεις
Работоргівець στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαλιαρίζω, rabotorhivets