Релевантний στα ελληνικά

Μετάφραση: релевантний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξιοπιστία, σταθερότητα, σχετικός, σχετικές, σχετικών, σχετική, σχετικό
Релевантний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бригадир στα ελληνικά - εργοδηγός, καπετάνιος, ταξίαρχος, ταξιάρχου, ο ταξίαρχος, ταξίαρχο, ταξίαρχου
  • депеша στα ελληνικά - αποστολής, αποστολή, την αποστολή, της αποστολής
  • достоїнство στα ελληνικά - διαμέτρημα, αξιοπρέπεια, ολική, αξιοπρέπειας, την αξιοπρέπεια, της αξιοπρέπειας, αξιοπρέπειά
  • метри στα ελληνικά - μετρικός, μέτρα, μετρητές, μέτρων, μ, μακριά
Τυχαίες λέξεις
Релевантний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξιοπιστία, σταθερότητα, σχετικός, σχετικές, σχετικών, σχετική, σχετικό