Родинний στα ελληνικά
Μετάφραση: родинний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόρη, σύμμαχος, συμμαχικός, οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακή, οικογένειά, της οικογένειας
Μεταφράσεις
- запис στα ελληνικά - ταχυδρόμος, διανομέας, παίρνω, ρεκόρ, καταγραφή, εγγραφή, αρχείο, ...
- корівник στα ελληνικά - αχυρώνας, σιταποθήκη, αχυρώνα, στάβλο, αχυρώνες
- красти στα ελληνικά - λάχανο, απάγω, κλέβω, βουτώ, απαγωγέας, κλοπή, κλέψει, ...
- мерзотний στα ελληνικά - αηδιαστικός, αηδιαστικό, αηδιαστική, αηδιαστικές, αηδιαστικά
Τυχαίες λέξεις
Родинний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόρη, σύμμαχος, συμμαχικός, οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακή, οικογένειά, της οικογένειας
Μεταφράσεις: κόρη, σύμμαχος, συμμαχικός, οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακή, οικογένειά, της οικογένειας