Κόρη στα ουκρανικά

Μετάφραση: κόρη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доня, споріднений, донька, родинний, дочку, дочка, доньку
Κόρη στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κόρη

κόρη σαμαρά, κόρη αποκαλύπτει στον μπαμπά της ότι θα γίνει παππούς (video), κόρη μπατίστα, κόρη βενιζέλου, κόρη ματιού, κόρη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κόρη στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κόπωση στα ουκρανικά - нудно, стомитися, стомити, стомлено, утома, утомилось, стомлювати, ...
  • κόρα στα ουκρανικά - кірка, осадок, осад, панцир, щит, кора, скорина
  • κόρνα στα ουκρανικά - буцати, ріг, ріжок, рог, рога
  • κόσμημα στα ουκρανικά - гребінець, коштовність, дорогоцінність, скарб
Τυχαίες λέξεις
Κόρη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: доня, споріднений, донька, родинний, дочку, дочка, доньку