Розбухнути στα ελληνικά
Μετάφραση: розбухнути, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φουσκώνω, εξογκώνω, πρήζω, να πρηστεί, να διογκωθεί, για να πρηστεί, να διογκώνονται, να φουσκώσει
Μεταφράσεις
- бувати στα ελληνικά - διαδραματίζω, συμβαίνω, επίσκεψη, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη
- виліковний στα ελληνικά - θεραπεύσιμος, ιάσιμη, σκληρυνόμενη, σκληρυνόμενο, σκληρυνόμενες
- гігієнічний στα ελληνικά - υγιεινός, υγιεινής, υγιεινή, υγιεινό, υγιεινές
- малина στα ελληνικά - βατόμουρο, σμέουρα, τα σμέουρα, σμέουρων, βατόμουρα, σμέουρα που
Τυχαίες λέξεις
Розбухнути στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φουσκώνω, εξογκώνω, πρήζω, να πρηστεί, να διογκωθεί, για να πρηστεί, να διογκώνονται, να φουσκώσει
Μεταφράσεις: φουσκώνω, εξογκώνω, πρήζω, να πρηστεί, να διογκωθεί, για να πρηστεί, να διογκώνονται, να φουσκώσει