Розв'язувати στα ελληνικά

Μετάφραση: розв'язувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδεσμεύω, συμπεραίνομαι, τελειώνω, συμπεραίνω, καταλήγω, λύσει, επίλυση, να λύσει, την επίλυση, λύσουν
Розв'язувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • водяник στα ελληνικά - υδρόβιος, νεράιδα, τίποτε, nix, και nix
  • досягти στα ελληνικά - επιτυγχάνω, κατορθώνω, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, να φτάσει
  • дрібний στα ελληνικά - ρηχός, πληροφορώ, σακούλα, θύλακας, αστυνομεύω, μικροπρεπής, αστυνομία, ...
  • матеріалістичний στα ελληνικά - υλιστικός, υλιστική, υλιστικό, υλιστικές, υλιστικής
Τυχαίες λέξεις
Розв'язувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδεσμεύω, συμπεραίνομαι, τελειώνω, συμπεραίνω, καταλήγω, λύσει, επίλυση, να λύσει, την επίλυση, λύσουν