Αποδεσμεύω στα ουκρανικά

Μετάφραση: αποδεσμεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розв'язувати, розв'язати, unshackle
Αποδεσμεύω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδεσμεύω

αποδεσμεύω english, αποδεσμεύω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αποδεσμεύω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αποδεκατίζω στα ουκρανικά - косити, знищувати, нищити
  • αποδεκτός στα ουκρανικά - жаданий, прийнятний, приємний, припустимий, бажаний, допустимий, допустима, ...
  • αποδημία στα ουκρανικά - еміграція, еміграційний, міграція, міграції
  • αποδημώ στα ουκρανικά - перелітний, емігрувати, мігруючий, емігруйте, переїхати, переселенець, переїжджати
Τυχαίες λέξεις
Αποδεσμεύω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розв'язувати, розв'язати, unshackle