Συμπεραίνομαι στα ουκρανικά

Μετάφραση: συμπεραίνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розв'язувати, закінчувати, укласти, завершувати, припускати, передбачати, припустити, вважати
Συμπεραίνομαι στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπεραίνομαι

συμπεραίνομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συμπεραίνομαι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • συμπατριώτης στα ουκρανικά - співвітчизник, земляк, земляче
  • συμπερίληψη στα ουκρανικά - включаючи, включення, вмикання, увімкнення, ввімкнення
  • συμπεραίνω στα ουκρανικά - похибку, виводити, прослідкувати, завершувати, прослідити, укласти, закінчувати, ...
  • συμπεριλαμβάνω στα ουκρανικά - вставляти, уставляти, включати, включатиме, містити, вмикати
Τυχαίες λέξεις
Συμπεραίνομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розв'язувати, закінчувати, укласти, завершувати, припускати, передбачати, припустити, вважати