Роздавати στα ελληνικά
Μετάφραση: роздавати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διανέμω, αγορά, μοιράζω, διανέμουν, διανείμει, διανέμει, τη διανομή, διανείμετε
Μεταφράσεις
- броньований στα ελληνικά - θωρακισμένος, θωρακισμένα, θωρακισμένο, τεθωρακισμένα, θωρακισμένων
- дегустувати στα ελληνικά - εκζήτηση, γεύση, γεύσης, γούστο, τη γεύση, προτίμηση
- діагональний στα ελληνικά - διαγώνιος, διαγώνια, διαγώνιο, διαγωνίου, διαγώνιες
- латентний στα ελληνικά - λανθάνων, λανθάνουσα, λανθάνουσας, λανθάνουσες, λανθάνοντα
Τυχαίες λέξεις
Роздавати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διανέμω, αγορά, μοιράζω, διανέμουν, διανείμει, διανέμει, τη διανομή, διανείμετε
Μεταφράσεις: διανέμω, αγορά, μοιράζω, διανέμουν, διανείμει, διανέμει, τη διανομή, διανείμετε