Διανέμω στα ουκρανικά

Μετάφραση: διανέμω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ділити, розділяти, розподілити, розповсюджувати, виділяти, розподіліть, роздавати, розкидати, класифікувати, розподіляти, метастаз, поширювати
Διανέμω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διανέμω

διανέμω κλίση, διανέμω αγγλικα, θα διανέμω, διανέμω αόριστοσ, διανέμω συνώνυμα, διανέμω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διανέμω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διαμετρώ στα ουκρανικά - калібруйте, калібрувати, градуювати, перевіряти, діаметрально
  • διαμορφώνω στα ουκρανικά - спосіб, форма, болванка, фасон, мода, складатися, стиль, ...
  • διανοητικά στα ουκρανικά - інтелектуальність, інтелігентність, розумово
  • διανοητικός στα ουκρανικά - психічний, психічне, психічна, психічну
Τυχαίες λέξεις
Διανέμω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ділити, розділяти, розподілити, розповсюджувати, виділяти, розподіліть, роздавати, розкидати, класифікувати, розподіляти, метастаз, поширювати