Роздратовувати στα ελληνικά
Μετάφραση: роздратовувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποπαίρνω, αναμαλλιάζω, δυσαρεστώ, όχληση, fash, μον
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- викачування στα ελληνικά - αποπληθωρισμός, ξεφούσκωμα, αντιπληθωρισμός, αποπληθωρισμού, αποπληθωρισμό
- вихованці στα ελληνικά - νευρόσπαστο, κούκλα, μαθητές, οι μαθητές, των μαθητών, τους μαθητές, μαθητών
- діалект στα ελληνικά - διάλεκτος, διάλεκτο, διαλέκτου, ιδίωμα, τη διάλεκτο
- маскування στα ελληνικά - συγκάλυψη, μεταμφίεση, απόκρυψη, καμουφλάζ, παραλλαγής, κάλυψης, παραλλαγή
Τυχαίες λέξεις
Роздратовувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποπαίρνω, αναμαλλιάζω, δυσαρεστώ, όχληση, fash, μον
Μεταφράσεις: αποπαίρνω, αναμαλλιάζω, δυσαρεστώ, όχληση, fash, μον