Όχληση στα ουκρανικά

Μετάφραση: όχληση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дратувати, дебатувати, надокучати, роздратовувати, неприємність, прикрість, халепу, халепа, неприємності
Όχληση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όχληση

όχληση αναδόχου, όχληση για οριστική παραλαβή, όχληση συνωνυμο, όχληση σημασια, όχληση συνώνυμα, όχληση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, όχληση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • όχθη στα ουκρανικά - шар, верстак, насип, лавка, банк, банку
  • όχι στα ουκρανικά - немає, номер, ніякий, жоден, жодний, ані, ні, ...
  • όχλος στα ουκρανικά - мол., рови, натовп, юрба, маса
  • όψη στα ουκρανικά - вислів, аспект, обличчя, сторона, показання, вигляд, вид, ...
Τυχαίες λέξεις
Όχληση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дратувати, дебатувати, надокучати, роздратовувати, неприємність, прикрість, халепу, халепа, неприємності