Розмовляти στα ελληνικά
Μετάφραση: розмовляти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μιλώ, ομιλία, μιλούν, μιλήσει, μιλήσω, μιλήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вантажило στα ελληνικά - σφαίρα, φορτωμένος, φορτωμένο, φορτωθεί, φορτωμένων, φορτωμένη
- законів στα ελληνικά - αυτονομία, νόμων, νόμους, νόμοι, νομοθετικές, τους νόμους
- койка στα ελληνικά - κουκέτα, κουκέτες, διώροφο, διάθεσή του κλίνη, διώροφα
- маска στα ελληνικά - αμφίεση, παρουσιαστικό, μάσκα, να καλύψει, συγκαλύψουν, συγκαλύπτουν, mask
Τυχαίες λέξεις
Розмовляти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μιλώ, ομιλία, μιλούν, μιλήσει, μιλήσω, μιλήσουν
Μεταφράσεις: μιλώ, ομιλία, μιλούν, μιλήσει, μιλήσω, μιλήσουν