Розміряти στα ελληνικά
Μετάφραση: розміряти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρύθμιση, εναρμονίζω, κανονισμός, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Μεταφράσεις
- двочленний στα ελληνικά - δυαδικός, διωνυμικός, διώνυμος, δυωνυμική, δυωνυμικού, δυωνυμικής
- допускається στα ελληνικά - δήθεν, επιτρέπονται, επιτρέπεται, επέτρεψε, επιτρέπεται η, αφέθηκε
- злодійською στα ελληνικά - κλοπή, κλέφτες, τους κλέφτες, κλεφτών, οι κλέφτες, ληστές
- кипіння στα ελληνικά - βρασμός, βρασμού, ζέσεως, σημείου ζέσεως, ζέσης
Τυχαίες λέξεις
Розміряти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρύθμιση, εναρμονίζω, κανονισμός, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Μεταφράσεις: ρύθμιση, εναρμονίζω, κανονισμός, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν