Розподіляти στα ελληνικά
Μετάφραση: розподіляти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διανέμω, διασκεδάζω, μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, μετοχικού, το μερίδιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аморальність στα ελληνικά - αθάνατος, ανηθικότητα, ανηθικότητας, την ανηθικότητα, η ανηθικότητα, της ανηθικότητας
- дешево στα ελληνικά - κοινά, κοινώς, συνήθως, φτηνός, φτηνές, φθηνά, φθηνή, ...
- какао στα ελληνικά - κακό, κακάο, κακάου, του κακάο, το κακάο
- кучугура στα ελληνικά - λόφος, Kuchygura
Τυχαίες λέξεις
Розподіляти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διανέμω, διασκεδάζω, μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, μετοχικού, το μερίδιο
Μεταφράσεις: διανέμω, διασκεδάζω, μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, μετοχικού, το μερίδιο