Розруха στα ελληνικά

Μετάφραση: розруха, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σάλος, αναταραχή, ερήμωση, καταστροφή, καταστροφές, καταστροφή που, καταστροφές που
Розруха στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ад'ютант στα ελληνικά - υπασπιστής, βοηθός, βοηθό, aide, βοηθός του, συνεργάτης
  • гінекологія στα ελληνικά - γυναικολογία, γυναικολογίας, της γυναικολογίας, Gynecology, τη γυναικολογία
  • займатись στα ελληνικά - συνουσία, Intercourse, σεξουαλική επαφή, Η σεξουαλική επαφή, Intercourse της
  • кістлявий στα ελληνικά - κοκκαλιάρης, οστεώδη, οστικές, οστέινη, οστεώδεις
Τυχαίες λέξεις
Розруха στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σάλος, αναταραχή, ερήμωση, καταστροφή, καταστροφές, καταστροφή που, καταστροφές που