Розширяти στα ελληνικά

Μετάφραση: розширяти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενισχύω, εκτείνω, επεκτείνω, εκτείνομαι, κλιμακώνομαι, επεκτείνουν, εκτείνονται, επεκτείνει, παρατείνει, επεκταθεί
Розширяти στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • болота στα ελληνικά - ελώδης, βάλτος, τέλμα, Βάλτο, Swamp, έλος
  • бретелька στα ελληνικά - ιμάντας, αορτήρας, ιμάντα ώμου, λουρί ώμου, ιμάντας ώμου, λουρί ώμων
  • вдивитися στα ελληνικά - βλέμμα, ατενίζω, ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, εξετάσουμε
  • врівноважувати στα ελληνικά - εξισώνω, ισορροπία, υπόλοιπο, ισορροπίας, ισοζύγιο, ισοζυγίου
Τυχαίες λέξεις
Розширяти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενισχύω, εκτείνω, επεκτείνω, εκτείνομαι, κλιμακώνομαι, επεκτείνουν, εκτείνονται, επεκτείνει, παρατείνει, επεκταθεί