Рятувати στα ελληνικά

Μετάφραση: рятувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έρευνα, εκτός, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε
Рятувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • архангел στα ελληνικά - αρχάγγελος, Αρχαγγέλου, αρχάγγελο, αρχάγγελου
  • блискавиця στα ελληνικά - αφηνιάζω, αστραπή, κεραυνούς, κεραυνό, αστραπές, κεραυνού
  • долівку στα ελληνικά - πεζόδρομος, πεζοδρόμιο, όροφος, δάπεδο, πάτωμα, όροφο, δαπέδου
  • значно στα ελληνικά - αρκετά, πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος
Τυχαίες λέξεις
Рятувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έρευνα, εκτός, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε