Самоочевидний στα ελληνικά
Μετάφραση: самоочевидний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυταπόδεικτος, αξιωματικός, αναμφισβήτητος, αξιωματική, αξιωματικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- доброчинний στα ελληνικά - επωφελής, ευεργετικός, ωφέλιμος, φιλανθρωπία, φιλανθρωπίας, φιλανθρωπικό, φιλανθρωπική, ...
- заправа στα ελληνικά - σάλτσα, σάλτσας, τη σάλτσα, σως, σάλτσα από
- каптан στα ελληνικά - παλτό, στρώση, επίστρωση, τρίχωμα, το παλτό
- колега στα ελληνικά - αδελφός, αδερφός, συνάδελφος, συνάδελφό, συνάδελφός, τον συνάδελφό, ο συνάδελφός
Τυχαίες λέξεις
Самоочевидний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυταπόδεικτος, αξιωματικός, αναμφισβήτητος, αξιωματική, αξιωματικής
Μεταφράσεις: αυταπόδεικτος, αξιωματικός, αναμφισβήτητος, αξιωματική, αξιωματικής