Αξιωματικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: αξιωματικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
урядовець, офіційний, посадовий, самоочевидний, службовець, офіцер, чиновник, офіцера
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αξιωματικός
αξιωματικός στρατού μισθος, αξιωματικός ορισμός πιθανότητας, αξιωματικός ε.α. - σασ φτυνω στα μουτρα αλητεσ, αξιωματικός πολεμικού ναυτικού, αξιωματικός πυροσβεστικής, αξιωματικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αξιωματικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αξιοσημείωτα στα ουκρανικά - чудово, прекрасно, замечательно
- αξιοσημείωτος στα ουκρανικά - значний, зауваження, зауважити, примітний, видатний, зауважувати, помітний, ...
- αξιόλογος στα ουκρανικά - значний, заможний, чималий, поживний, суттєвий, реальний, помітний, ...
- αξιόπιστος στα ουκρανικά - міцність, тривкість, надійний, достовірність, вірогідність, надійне, найнадійніший, ...
Τυχαίες λέξεις
Αξιωματικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: урядовець, офіційний, посадовий, самоочевидний, службовець, офіцер, чиновник, офіцера
Μεταφράσεις: урядовець, офіційний, посадовий, самоочевидний, службовець, офіцер, чиновник, офіцера