Αυταπόδεικτος στα ουκρανικά

Μετάφραση: αυταπόδεικτος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
самоочевидний, аксіоматичної, аксіоматичній, аксіоматичною
Αυταπόδεικτος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυταπόδεικτος

αυταπόδεικτος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αυταπόδεικτος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αυτήν στα ουκρανικά - свій, її, його
  • αυτί στα ουκρανικά - колос, дужка, насторожитись, вухо, ухо, вуха
  • αυταρέσκεια στα ουκρανικά - задоволеність, самовдоволення, благодушність, самозадоволення, самовдоволеність
  • αυταρχικός στα ουκρανικά - імперіалістичний, шишкуватий, випуклий, опуклий, корова, корову
Τυχαίες λέξεις
Αυταπόδεικτος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: самоочевидний, аксіоматичної, аксіоматичній, аксіоматичною