Священик στα ελληνικά

Μετάφραση: священик, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφημέριος, υπουργικός, παπάς, ιερεύς, ιερέας, ιερέα, παπά
Священик στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • відставка στα ελληνικά - παραίτηση, παραίτησης, παραίτησή, την παραίτησή, την παραίτηση
  • зіронька στα ελληνικά - αστερίσκος, φωτεινό αστέρι, λαμπερό αστέρι, λαμπρό αστέρι, φωτεινό άστρο, λαμπρό αστέρι του
  • карлик στα ελληνικά - νάνος, επισκιάζω, νάνο, νάνου, νάνοι, νάνων
  • літописець στα ελληνικά - χρονικό, ιστορώ, χρονικογράφος, αφηγούμαι, χρονογράφος, χρονογράφο, χρονικογράφο, ...
Τυχαίες λέξεις
Священик στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφημέριος, υπουργικός, παπάς, ιερεύς, ιερέας, ιερέα, παπά