Сепаратор στα ελληνικά
Μετάφραση: сепаратор, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικιστής, διαχωριστής, διαχωριστή, διαχωριστήρα, διαχωριστικό, διαχωρισμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- балансувати στα ελληνικά - αντίβαρο, ισορροπία, υπόλοιπο, ισορροπίας, ισοζύγιο, ισοζυγίου
- водовідведення στα ελληνικά - Λυμάτων, λύματα, Υγρών Αποβλήτων, Υγρών, Αποβλήτων
- возій στα ελληνικά - φορέας, καρραγωγεύς, Wagoner, ο Wagoner, Γουάγκονερ
- завірюха στα ελληνικά - χιονοθύελλα, θύελλα, Blizzard, της Blizzard, χιονοθύελλας, την Blizzard
Τυχαίες λέξεις
Сепаратор στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικιστής, διαχωριστής, διαχωριστή, διαχωριστήρα, διαχωριστικό, διαχωρισμού
Μεταφράσεις: οικιστής, διαχωριστής, διαχωριστή, διαχωριστήρα, διαχωριστικό, διαχωρισμού