Складати στα ελληνικά
Μετάφραση: складати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συλλέγω, διπλώνω, συγκροτώ, συντάσσω, μεταγλωττίζω, πτυχή, παραίτηση, εγκαρτέρηση, αποτελώ, ρομάντζα, κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акустична στα ελληνικά - ηχητικός, Ηχεία, Ομιλητές, τα ηχεία, ηχείων, το λόγο
- вхід στα ελληνικά - ομολογία, είσοδος, πύλη, παραδοχή, είσοδο, εισόδου, είσοδο του, ...
- відсоток στα ελληνικά - ποσοστό, τόκος, ενδιαφέρον, ενδιαφέροντος, συμφέρον, συμφέροντος
- гірчити στα ελληνικά - δριμύς, πικρός, πικρή γεύση, γεύση πικρή, επίσης πικρή γεύση
Τυχαίες λέξεις
Складати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συλλέγω, διπλώνω, συγκροτώ, συντάσσω, μεταγλωττίζω, πτυχή, παραίτηση, εγκαρτέρηση, αποτελώ, ρομάντζα, κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε
Μεταφράσεις: συλλέγω, διπλώνω, συγκροτώ, συντάσσω, μεταγλωττίζω, πτυχή, παραίτηση, εγκαρτέρηση, αποτελώ, ρομάντζα, κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε