Скорятися στα ελληνικά
Μετάφραση: скорятися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκαρτέρηση, παραίτηση, υπακούω, υπακούουν, υπακούσει, υπακούσουν, υπακούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бризнути στα ελληνικά - πιτσιλίζω, πιτσιλάω, πλατσουρίζω, βουτιά, splash, πιτσιλίσματος, παφλασμό, ...
- висихати στα ελληνικά - στερεύουν, στεγνώσει, ξεραίνονται, στεγνώνουν, στερέψει
- височество στα ελληνικά - υψηλότητα, υψηλότης, Υψηλότητας, Υψηλότατε, Υψηλότητος
- демографічний στα ελληνικά - δημογραφικός, δημογραφικές, δημογραφική, δημογραφικών, τις δημογραφικές
Τυχαίες λέξεις
Скорятися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκαρτέρηση, παραίτηση, υπακούω, υπακούουν, υπακούσει, υπακούσουν, υπακούν
Μεταφράσεις: εγκαρτέρηση, παραίτηση, υπακούω, υπακούουν, υπακούσει, υπακούσουν, υπακούν