Слабий στα ελληνικά
Μετάφραση: слабий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαλακός, αναιμικός, κουτάβι, ζαλισμένος, κόλπο, ύφεση, υπολογίζω, τούφα, ξεγελώ, τρικ, τσουλούφι, αδύναμος, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абстрактний στα ελληνικά - θεωρητικός, περίληψη, αφηρημένο, αφηρημένη, αφηρημένα, αφηρημένες
- демографія στα ελληνικά - δημογραφία, τη δημογραφία, δημογραφίας, δημογραφία των, τη δημογραφία των
- депортація στα ελληνικά - απέλαση, απέλασης, απέλασή, την απέλαση, η απέλαση
- лічильний στα ελληνικά - υπολογισμό, τον υπολογισμό, υπολογισμού, υπολογισμό των, υπολογισμού των
Τυχαίες λέξεις
Слабий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαλακός, αναιμικός, κουτάβι, ζαλισμένος, κόλπο, ύφεση, υπολογίζω, τούφα, ξεγελώ, τρικ, τσουλούφι, αδύναμος, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής
Μεταφράσεις: μαλακός, αναιμικός, κουτάβι, ζαλισμένος, κόλπο, ύφεση, υπολογίζω, τούφα, ξεγελώ, τρικ, τσουλούφι, αδύναμος, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής