Κόλπο στα ουκρανικά
Μετάφραση: κόλπο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
слабкий, фокус, слабий, хитрість, хитрощі, омана, трюк
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόλπο
κόλπο της βεγγάλης, κόλπο του ορφανού, κόλπο της αιώρησης, κόλπο με τράπουλα, κόλπο της ταϊλάνδης, κόλπο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κόλπο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κόλλα στα ουκρανικά - клей, клеїти, склеїти, пастила, наклеювати, приклеїти, склеювати, ...
- κόλλημα στα ουκρανικά - паяння, склеювання, склеюванню
- κόλπος στα ουκρανικά - прірва, лавр, затока, труїти, переслідувати, ніша, пучина, ...
- κόμβος στα ουκρανικά - банка, банку, карусель, пагорб, бугор, обхідний, алегоричний, ...
Τυχαίες λέξεις
Κόλπο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: слабкий, фокус, слабий, хитрість, хитрощі, омана, трюк
Μεταφράσεις: слабкий, фокус, слабий, хитрість, хитрощі, омана, трюк