Сміливий στα ελληνικά
Μετάφραση: сміливий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τόλμημα, έντονος, γενναίος, τόλμη, θαρραλέος, τολμηρός, τολμηρή, τολμηρό, έντονους, τολμηρές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- верству στα ελληνικά - πυκνότητα, στρώση, στρώμα, στιβάδα, στοιβάδα, στρώματος
- діалог στα ελληνικά - διάλογος, διαλόγου, διάλογο, του διαλόγου, το διάλογο
- йолоп στα ελληνικά - βλάκας, bonehead
- клейкість στα ελληνικά - κολλώδες, κολλητικότητα, κολλώδους, κολλητικότητας, κολλητικότητος
Τυχαίες λέξεις
Сміливий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τόλμημα, έντονος, γενναίος, τόλμη, θαρραλέος, τολμηρός, τολμηρή, τολμηρό, έντονους, τολμηρές
Μεταφράσεις: τόλμημα, έντονος, γενναίος, τόλμη, θαρραλέος, τολμηρός, τολμηρή, τολμηρό, έντονους, τολμηρές