Сорок στα ελληνικά
Μετάφραση: сорок, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαράντα, από σαράντα, τεσσαράκοντα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аномальний στα ελληνικά - ανώμαλος, ασυνήθης, ανώμαλη, μη φυσιολογική, μη φυσιολογικές
- воло στα ελληνικά - κουρεύω, φαράγγι, λαγκάδι, σοδειά, προγούλι, λωγάνιου, λωγάνιον, ...
- відхиляється στα ελληνικά - απορρίπτεται, απορρίφθηκαν, απορρίφθηκε, απορριφθεί, απέρριψε
- девальвувати στα ελληνικά - υποτιμήσουν, υποτιμήσει, υποτιμούν, να υποτιμήσει, υποτιμήσουν το
Τυχαίες λέξεις
Сорок στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαράντα, από σαράντα, τεσσαράκοντα
Μεταφράσεις: σαράντα, από σαράντα, τεσσαράκοντα