Сполуку στα ελληνικά
Μετάφραση: сполуку, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχέση, συναρμολόγηση, σύναξη, χημική ένωση, ένωση, ένωσης, ενώσεως, ένωση του
Μεταφράσεις
- відрахування στα ελληνικά - κατανομή, καταμερισμός, αφαίρεση, έκπτωση, έκπτωσης, την αφαίρεση, εκπτώσεως
- елеватор στα ελληνικά - ασανσέρ, ανελκυστήρας, ανελκυστήρα, του ανελκυστήρα, ανελκυστήρων
- заготівник στα ελληνικά - συσκευαστής, μούρα, τα μούρα, μούρων, ρώγες, καρπούς
- коленкор στα ελληνικά - τσίτι, Calico, βαμβακερά, βαμβακερό ύφασμα, Υφάσματα βαμβακερά
Τυχαίες λέξεις
Сполуку στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχέση, συναρμολόγηση, σύναξη, χημική ένωση, ένωση, ένωσης, ενώσεως, ένωση του
Μεταφράσεις: σχέση, συναρμολόγηση, σύναξη, χημική ένωση, ένωση, ένωσης, ενώσεως, ένωση του