Συναρμολόγηση στα ουκρανικά
Μετάφραση: συναρμολόγηση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сполуку, збір, колекція, зібрання, скупчення, монтаж, монтажу
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συναρμολόγηση
συναρμολόγηση παζλ, συναρμολόγηση ντουλάπας, συναρμολόγηση ποδηλάτου, συναρμολόγηση αυτοκινήτου, συναρμολόγηση pc, συναρμολόγηση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συναρμολόγηση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- συναντώ στα ουκρανικά - зустрічати, спіткання, зустріч, зустріти, сутичка, встреча
- συναρμολογώ στα ουκρανικά - громадити, зберіться, визбирувати, скупчувати, зіставляти, порівнювати, співставляти
- συναρπαστικός στα ουκρανικά - захоплюючий, захопливий, захоплює, захоплююча
- συνασπισμός στα ουκρανικά - листової, блок, листовий, спілку, листовою, коаліція, згуртування, ...
Τυχαίες λέξεις
Συναρμολόγηση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: сполуку, збір, колекція, зібрання, скупчення, монтаж, монтажу
Μεταφράσεις: сполуку, збір, колекція, зібрання, скупчення, монтаж, монтажу