Σύναξη στα ουκρανικά
Μετάφραση: σύναξη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сполуку, колекція, збір, зібрання, скупчення, збори, зборів
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σύναξη
σύναξη συνώνυμα, σύναξη της θεοτόκου, σύναξη των προκαθημένων των ορθοδόξων εκκλησιών, σύναξη περιοδικό, σύναξη μασόνων στην ανάβυσσο, σύναξη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σύναξη στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- σύμπτωμα στα ουκρανικά - признак, ознака, симптом
- σύμφωνο στα ουκρανικά - статут, договір, домовленість, угода, приголосний, згоден, згідний, ...
- σύνδεση στα ουκρανικά - зв'язок, підключення, з'єднання, під'єднання
- σύνδεσμος στα ουκρανικά - злука, злуку, поєднання, стікання, з'єднання, підйоми, посилання, ...
Τυχαίες λέξεις
Σύναξη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: сполуку, колекція, збір, зібрання, скупчення, збори, зборів
Μεταφράσεις: сполуку, колекція, збір, зібрання, скупчення, збори, зборів