Спорядження στα ελληνικά
Μετάφραση: спорядження, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξοπλισμός, γατάκι, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абстрагувати στα ελληνικά - ορίζω, προβλέπω, διατάσσω, περίληψη, αφηρημένο, αφηρημένη, αφηρημένα, ...
- батоги στα ελληνικά - μαστίγια, Χειροπέδες Μαστίγια, Χτυπάει, κτυπά, μαστιγίων
- воло στα ελληνικά - κουρεύω, φαράγγι, λαγκάδι, σοδειά, προγούλι, λωγάνιου, λωγάνιον, ...
- гавкання στα ελληνικά - γαύγισμα, γάβγισμα, την αποφλοίωση, γαύγισμα του, η αποφλοίωση
Τυχαίες λέξεις
Спорядження στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξοπλισμός, γατάκι, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού
Μεταφράσεις: εξοπλισμός, γατάκι, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού