Сприяти στα ελληνικά

Μετάφραση: сприяти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευνοώ, ρουσφέτι, χάρη, υποβοηθώ, διευκολύνω, βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν
Сприяти στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вати στα ελληνικά - στριγγλίζω, μαλλί, μαλλιού, το μαλλί, μάλλινα, ερίου
  • випробовування στα ελληνικά - δοκιμή, δοκιμής, δοκιμών, δοκιμασία, τεστ
  • знаменитість στα ελληνικά - διασημότητα, Celebrity, προσωπικοτήτων, προσωπικότητα, διασημοτήτων
  • зігнутість στα ελληνικά - συνέλιξη, συνέλιξης, έλικας, ανελίξεως, απλής έλικας
Τυχαίες λέξεις
Сприяти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευνοώ, ρουσφέτι, χάρη, υποβοηθώ, διευκολύνω, βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν