Сприятливий στα ελληνικά
Μετάφραση: сприятливий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλεονεκτικός, καλότυχος, ροπή, ευνοϊκός, επίκαιρος, τυχερός, ευμενής, ευοίωνος, τάση, ρόδινος, ευνοϊκή, ευνοϊκές, ευνοϊκό, ευνοϊκών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безкраїсть στα ελληνικά - αιωνιότητα, άπειρο, bezkrayist
- вчений στα ελληνικά - επιστημονικός, πανεπιστήμων, επιστήμονας, επιστήμονα, επιστήμονες, επιστήμων, επιστημόνων
- електронний στα ελληνικά - ηλεκτρονικός, ηλεκτρονικών, ηλεκτρονική, ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικό
- звання στα ελληνικά - τίτλος, αξιοπρέπεια, τίτλου, του τίτλου, τίτλο, εν επικεφαλίδι
Τυχαίες λέξεις
Сприятливий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλεονεκτικός, καλότυχος, ροπή, ευνοϊκός, επίκαιρος, τυχερός, ευμενής, ευοίωνος, τάση, ρόδινος, ευνοϊκή, ευνοϊκές, ευνοϊκό, ευνοϊκών
Μεταφράσεις: πλεονεκτικός, καλότυχος, ροπή, ευνοϊκός, επίκαιρος, τυχερός, ευμενής, ευοίωνος, τάση, ρόδινος, ευνοϊκή, ευνοϊκές, ευνοϊκό, ευνοϊκών