Спрямовувати στα ελληνικά

Μετάφραση: спрямовувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλίνω, βλέψη, αποβλέπω, καθοδηγώ, σκοπεύω, γέρνω, σκοπός, σκηνοθετώ, απευθείας, άμεσος, άμεση, άμεσες, άμεσης
Спрямовувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • восьминіг στα ελληνικά - χταπόδι, χταπόδια, χταποδιού, το χταπόδι, χταποδιών
  • відмовки στα ελληνικά - προσποιούμαι, δικαιολογίες, Οι δικαιολογίες, δικαιολογία, δικαιολογίες για, τις δικαιολογίες
  • графологія στα ελληνικά - γραφολογία, γραφολογίας, η γραφολογία, την γραφολογία, της γραφολογίας
  • групувати στα ελληνικά - δεσμίδα, μάτσο, τσουβαλιάζω, σωριάζω, ομάδα, ομάδας, ομίλου, ...
Τυχαίες λέξεις
Спрямовувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλίνω, βλέψη, αποβλέπω, καθοδηγώ, σκοπεύω, γέρνω, σκοπός, σκηνοθετώ, απευθείας, άμεσος, άμεση, άμεσες, άμεσης