Κλίνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: κλίνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сполучений, спрямовувати, падіння, протікає, спрямувати, погіршення, нахилений, відхиляти, з'єднаний, спад, сполучіться, відхилити, худий, найгіршому, худою, поганий, крайній
Κλίνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κλίνω

κλίνω το ρήμα είμαι, κλίνω τα ρήματα, κλίνω το ρήμα μαθαίνω, κλίνω το ρήμα παίρνω, κλίνω προς, κλίνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κλίνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κλίμακα στα ουκρανικά - камінь, підніматись, зважуватися, градація, шкала, шкалу
  • κλίμακας στα ουκρανικά - зважуватися, камінь, підніматись, градація, шкала, шкалу
  • κλίση στα ουκρανικά - здатність, доречність, схильність, здатності, нахил, нахилу
  • κλαίω στα ουκρανικά - гукати, сподіватися, гори, сподіватись, крик, думати, плакати, ...
Τυχαίες λέξεις
Κλίνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: сполучений, спрямовувати, падіння, протікає, спрямувати, погіршення, нахилений, відхиляти, з'єднаний, спад, сполучіться, відхилити, худий, найгіршому, худою, поганий, крайній