Спустошення στα ελληνικά
Μετάφραση: спустошення, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρήμαγμα, όλεθρος, ενθουσιώδης, ολέθριος, διθυραμβικός, καταστρεπτικός, εκτέλεση, λεηλασία, ερήμωση, καταστροφή, καταστροφές, καταστροφή που, καταστροφές που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- відбивний στα ελληνικά - ανακλαστικός, αντανακλαστική, ανακλαστική, ανακλαστικό, αντανακλαστικό
- гарцювання στα ελληνικά - caracole
- зміцніть στα ελληνικά - εμπεδώνω, εδραιώνω, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχυθεί, την ενίσχυση
- лікоть στα ελληνικά - αγκώνας, αγκώνα, τον αγκώνα, του αγκώνα, αγκώνων
Τυχαίες λέξεις
Спустошення στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρήμαγμα, όλεθρος, ενθουσιώδης, ολέθριος, διθυραμβικός, καταστρεπτικός, εκτέλεση, λεηλασία, ερήμωση, καταστροφή, καταστροφές, καταστροφή που, καταστροφές που
Μεταφράσεις: ρήμαγμα, όλεθρος, ενθουσιώδης, ολέθριος, διθυραμβικός, καταστρεπτικός, εκτέλεση, λεηλασία, ερήμωση, καταστροφή, καταστροφές, καταστροφή που, καταστροφές που